- ματθιόλα
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
χερνιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ματθιόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek